δακρυδόχος

δακρυδόχος
-ο
1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη τού ματιού»)
2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχος
μυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ' αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -δοχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”