- δακρυδόχος
- -ο1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη τού ματιού»)2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχοςμυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ' αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -δοχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη].
Dictionary of Greek. 2013.